Ο καρκίνος του μαστού δεν θεωρείται πια επάρατος νόσος όπως μέχρι πριν από κάποια χρόνια, καθώς η επιστήμη έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο στη θεραπεία του, ωστόσο παραμένει μία νόσος που συνοδεύεται από βαρύ φορτίο παρανοήσεων και προκαταλήψεων ιδίως σχετικά με το πιο σημαντικό κομμάτι, αυτό που αφορά την πρόληψη των γυναικών.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρίας, κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος, παραθέτει τους δέκα επικρατέστερους μύθους για τον καρκίνο του μαστού και τους… διαλύει για το καλό της υγείας του γυναικείου πληθυσμού.
1. «Δεν κάνω τακτικά προληπτική εξέταση, γιατί μεγάλωσα πια»Αυτή είναι μία άποψη που εκφράζεται συχνά από γυναίκες λίγο πάνω από τα 60, ιδιαίτερα αν έχουν παιδιά ή εγγόνια. Αποτελεί, όμως, μία τελείως λανθασμένη αντίληψη σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχουν, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένη διάγνωση της νόσου με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα που κάτι τέτοιο μπορεί να συνεπάγεται.
Η ηλικία αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα εμφάνισης του καρκίνου του μαστού σε μία γυναίκα. Σε νεαρές ηλικίες ο καρκίνος του μαστού είναι σπάνιος. Συνήθως τα περιστατικά αρχίζουν να αυξάνουν μετά την ηλικία των 30 ετών, και μετά την εμμηνόπαυση.
Ο μόνος περιορισμός σε ό,τι αφορά το μέχρι πότε να γίνονται οι τις προληπτικές εξετάσεις σχετίζεται με τη βιολογική ηλικία μίας γυναίκας. Έτσι, αν μια γυναίκα έχει καλή σωματική υγεία και προσδόκιμο επιβίωσης, τότε πρέπει να ελέγχεται προληπτικά και ας είναι 80 ή περισσοτέρων ετών.
2. «Εξετάζομαι πολύ συχνότερα γιατί η γιαγιά μου είχε καρκίνο στο μαστό ή γιατί είχαμε κληρονομικότητα καρκίνου στην οικογένεια».Υπάρχουν δύο παρεξηγήσεις σ’ αυτή την άποψη. Ας αρχίσουμε από την πρώτη άποψη πολλών γυναικών ότι αν κάνουν συχνότερα έλεγχο, πιο συχνά από το μία φορά το χρόνο, κάνουν κάτι σωστότερο για τον εαυτό τους, αφού έτσι θεωρούν ότι λαμβάνουν περισσότερα προληπτικά μέτρα για την εμφάνιση του καρκίνου.
Αυτό δεν ισχύει. Οι προληπτικές εξετάσεις πρέπει να διενεργούνται τα τακτά χρονικά διαστήματα που ορίζουν οι ειδικοί. Ο καρκίνος του μαστού πχ έχει έναν ρυθμό προόδου τέτοιο που ο ετήσιος ή ο ανά διετία έλεγχος είναι ο πιο κατάλληλος ώστε να τον ανακαλύψει έγκαιρα.
Ο συχνότερος έλεγχος ( π.χ. ανά 6μηνο ή ακόμα και τρίμηνο) έχει νόημα σε ασθενείς που παρακολουθούνται τα πρώτα χρόνια μετά τη θεραπεία τους για την αντιμετώπιση της νόσου ή όταν διερευνάται κάποιο ασαφές εύρημα από τον τελευταίο έλεγχο.
Στη δεύτερη φράση εντοπίζουμε τη λανθασμένη χρήση του όρου «κληρονομικότητα». Με αυτόν τον όρο προσδιορίζεται η δυνατότητα να μεταδοθούν «χαλασμένα» γονίδια, δηλαδή γονίδια με μεταλλάξεις από τους γονείς στα παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι σχετικά σπάνιο στον καρκίνο, ενώ ειδικά στον καρκίνο του μαστού αυτό συμβαίνει στο 5% περίπου των γυναικών που θα εμφανίσουν τη νόσο.
Αυτό που ταιριάζει στην περίπτωση είναι η έκφραση « έχω οικογενειακό ιστορικό ή προδιάθεση», αφού πρόκειται για την εμφάνιση της νόσου σ’ ένα μέλος της οικογένειας.
Όμως, και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει μία διαβάθμιση σ’ ό,τι αφορά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Μεγαλύτερη σημασία έχει αν υπάρχουν συγγενείς α’ βαθμού (γονιός, αδελφή, κόρη) που εμφάνισαν καρκίνο στο μαστό (σε ηλικία σχετικά νέα) και λιγότερο σημαντικό είναι αν αυτό έχει συμβεί σε συγγενείς β’ ή πιο απομακρυσμένου βαθμού (γιαγιά, θείος, εξαδέλφη, ανιψιά), εκτός και αν υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ευρύτερη οικογένεια.
Με άλλα λόγια, άλλο οικογενειακό ιστορικό και άλλο κληρονομικότητα. Μία οικογένεια μπορεί να έχει αυξημένη τάση να εμφανίζει καρκίνο του μαστού ή άλλη μορφή καρκίνου όχι γιατί μεταφέρονται «χαλασμένα» γονίδια από τη μία γενιά στην άλλη, αλλά γιατί όλα τα μέλη της εκτίθενται στους ίδιους εξωτερικούς παράγοντες κινδύνου ( π.χ. στην ίδια διατροφή, το ίδιο περιβάλλον), που μπορεί να συνέβαλαν στην αυξημένη εμφάνιση καρκίνου.
3. «Μου είπαν πως είμαι σε ομάδα αυξημένου κινδύνου. Ζω με τον φόβο μην πάθω καρκίνο του μαστού. Έτσι μου έρχεται να αφαιρέσω και τα δύο στήθη να ησυχάσω».Γυναίκες αυξημένου κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του μαστού θεωρούνται όσες έχουν συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρία, ο κίνδυνος είναι μεγάλος στις εξής περιπτώσεις: όταν υπάρχει διάγνωση άτυπης υπερπλασίας σε ιστολογική εξέταση, έχουν δύο συγγενείς πρώτου βαθμού με καρκίνο μαστού, όσες έχουν μεταλλάξεις σε γονίδια BRCA1 –BRCA2, πολύ πυκνούς μαστούς, όταν υπάρχει ατομικό ιστορικό (η γυναίκα να έχει εμφανίσει παλαιότερα καρκίνο του μαστού)ή όταν έχει υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία στο θώρακα.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου που επίσης αυξάνουν, αλλά σε μικρότερο βαθμό, την πιθανότητα μιας γυναίκας να αναπτύξει καρκίνο του μαστού είναι: Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου χαρακτηρίζεται μέτριος γυναίκες ηλικίας άνω των 65, όταν υπάρχουν υψηλά επίπεδα οιστρογόνων - τεστοστερόνης, υψηλή οστική πυκνότητα (μετεμμηνοπαυσιακά).
Ο κίνδυνος για τις γυναίκες είναι σχετικά χαμηλός όταν γίνεται χρήση αλκοόλ, υπάρχει πρώιμη εμμηναρχή
(πριν τα 12), μεγάλο ύψος σώματος, τεκνοποίηση μετά τα 30, μη θηλασμός, μη τελειόμηνες κυήσεις, καθυστερημένη εμμηνόπαυση (μετά τα 55 έτη), αύξηση βάρους μετά την εμμηνόπαυση, ένας συγγενής α’ βαθμού με καρκίνο μαστού, ατομικό ιστορικό καρκίνου ωοθηκών, ενδομητρίου και παχέος εντέρου, πρόσφατη ή πολύχρονη χρήση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης με οιστρογόνα και προγεσταγόνα και πρόσφατη πολύχρονη χρήση αντισυλληπτικών από το στόμα.
Η ύπαρξη αυτών των παραγόντων κινδύνου δεν σημαίνει ότι θα οδηγήσουν υποχρεωτικά στην εμφάνιση καρκίνου, αλλά απλώς σε όσες υπάρχουν ο κίνδυνος είναι πιο αυξημένος π.χ. αν γενικά ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού είναι 10 στις 100 γυναίκες, η ύπαρξη ενός παράγοντα κινδύνου θα οδηγήσει στις 100 γυναίκες που τον έχουν να εμφανίσουν τη νόσο οι 12 ή οι 15.
Μία δεύτερη παρεξήγηση έχει να κάνει με τη χρησιμότητα της προφυλακτικής μαστεκτομής. Δυστυχώς το φαινόμενο Angelina Jolie φαίνεται να επηρέασε σημαντικά το γυναικείο πληθυσμό.
Η Αμερικανίδα ηθοποιός σωστά έπραξε γιατί είχε αποδεδειγμένα κληρονομικά αποκτήσει "χαλασμένο" γονίδιο που θα της προκαλούσε τα επόμενα χρόνια με πολύ μεγάλη πιθανότητα καρκίνο του μαστού και με λιγότερη (αλλά εξίσου μεγάλη) πιθανότητα καρκίνο των ωοθηκών. Στις περιπτώσεις όπως της Jolie η αμφοτερόπλευρος προφυλακτική μαστεκτομή είναι η ενδεδειγμένη πρακτική.
Επίσης, μία τέτοια επέμβαση μπορεί να αποτελεί επιλογή και για όσες γυναίκες έχουν κάνει βιοψία στην οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη του λεγόμενου λοβιακού μη διηθητικού καρκινώματος ( ή λοβιακή νεοπλασία προχωρημένου βαθμού).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μία από τις επιλογές που έχει η πάσχουσα είναι η αμφοτερόπλευρος προφυλακτική μαστεκτομή ( προφυλακτική γιατί το στήθος δεν έχει καρκίνο, Είναι υγιές. Απλά έχει μεγάλες πιθανότητες να εμφανίσει καρκίνο).
4.«Έχω πανικοβληθεί, το στήθος μου πονάει έντονα. Φοβάμαι πως είναι κάτι κακό». Κατά κανόνα ο καρκίνος δεν προκαλεί πόνο, ιδιαίτερα όταν είναι μικρός. Πόνο συνήθως αναφέρουν οι ασθενείς όταν εμφανίζονται με προχωρημένη νόσο, κάτι που τους είναι γνωστό ή τέλος πάντων αντιληπτό. Επομένως, ο πανικός λόγω πόνου, χωρίς άλλο εύρημα, δεν είναι δικαιολογημένος και συχνά έχει μία αθώα αιτιολογία (π.χ. μυοσκελετικός πόνος, πόνος περιόδου, μία φλεγμονή).
5.«Είμαι 35 χρονών και έκανα (ή σκοπεύω να κάνω) μία μαστογραφία αναφοράς».Σ’ αυτή την ηλικία ο καρκίνος του μαστού είναι πολύ σπάνιος. Επιπλέον, σε νεαρή ηλικία το στήθος είναι πολύ πυκνό και δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτή κάποια μικρή βλάβη, οπότε η προληπτική μαστογραφία είναι μη συνιστώμενη πρακτική σ΄ αυτή την ηλικία.
Όμως, μία τέτοια πρακτική μπορεί να είναι χρήσιμη, αν η μητέρα της γυναίκας εμφάνισε καρκίνο του μαστού σε νεαρή ηλικία, π.χ. στα 46. Τότε ο έλεγχος ξεκινά δέκα χρόνια νωρίτερα από την ηλικία που εμφάνισε τη νόσο η μητέρα ( στη συγκεκριμένη περίπτωση στα 36).
Η «μαστογραφία αναφοράς» είναι η προηγούμενη που έχει κάνει η γυναίκα. Δεν αναφέρεται, ούτε συγκρίνεται η μαστογραφία της γυναίκας 50 ετών με την μαστογραφία της όταν ήταν 35 ( ή ακόμα και 40 ή 45). Επομένως η λεγόμενη μαστογραφία αναφοράς στα 35 ουδεμία χρησιμότητα έχει.
6.«Προσέχω πολύ. Κάνω μία φορά το χρόνο μαστογραφία και στο ενδιάμεσο υπερηχογράφημα».Και αυτή η πρακτική έχει ένδειξη μόνο αν ο γιατρός παρακολουθεί κάποιο εύρημα και θέλει να δει πως θα εξελιχθεί αυτό με την πάροδο του χρόνου. Το να υποβάλλεται από μόνη της μία γυναίκα σε περιοδικό έλεγχο τακτικότερα από την μία φορά το χρόνο είναι χάσιμο χρόνου και χρήματος.
Εξάλλου η απεικονιστική εξέταση που είναι κατάλληλη ως προληπτική εξέταση είναι η μαστογραφία και όχι το υπερηχογράφημα. Το τελευταίο χρησιμεύει για να διευκρινίσει τυχόν ασαφή ευρήματα της μαστογραφίας.
Και δεν θεωρείται μέθοδος προληπτικού ελέγχου γιατί δεν μπορεί να «δει» το ίδιο καλά τις μικροαποτιτανώσεις, ορισμένες από τις οποίες μπορεί να υποδηλώνουν κακοήθεια. Γενικά, όμως, μόνο το 10% των περιπτώσεων με μικροαποτιτανώσεις αυτές μπορεί να σχετίζονται με κακοήθεια. Στο υπόλοιπο 90% των περιπτώσεων είναι καλοήθεις.
7. «Κάθε πότε πρέπει να κάνω μαστογραφία, έχω μπερδευτεί με όσα ακούω και διαβάζω. Φοβάμαι εξάλλου την ακτινοβολία που παίρνω».Πράγματι υπάρχει μία αβεβαιότητα σχετικά με το πότε πρέπει να ξεκινά μία γυναίκα να κάνει προληπτική μαστογραφία και για το πόσο συχνά πρέπει να γίνεται αυτή.
Οι ως σήμερα οδηγίες συνιστούσαν για τις περισσότερες γυναίκες, που είναι χαμηλού κινδύνου, η μαστογραφία να ξεκινά στην ηλικία των 40 και να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.
Δύο πολύ σημαντικοί οργανισμοί, όμως, η Ομάδα Εργασίας για τις Προληπτικές Υπηρεσίες των Η.Π.Α. και η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία διαφοροποιήθηκαν και συνιστούν αφενός η μαστογραφία να αρχίζει αργότερα (η Αμερικανική Αντικαρκινική προσδιορίζει την ηλικία των 45 ετών) και να γίνεται κάθε δύο χρόνια.
Επίσης, σε πολλά κράτη που έχουν ανεπτυγμένα μαζικά προγράμματα προληπτικού ελέγχου, η μαστογραφία προσφέρεται κάθε δύο ή τρία χρόνια.
Αναφορικά με την ακτινοβολία που δέχεται το στήθος από την μαστογραφία, έχει αποδειχθεί ότι είναι ελάχιστη, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται μηχάνημα με ψηφιακή επεξεργασία. Μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που δέχεται ο οργανισμός σε ένα ταξίδι με αεροπλάνο από Αθήνα στη Νέα Υόρκη. Πρόβλημα δημόσιας υγείας από την ακτινοβολία της μαστογραφίας δεν υφίσταται.
8.«Φοβάμαι να κάνω μαστογραφία διότι πάντα οι εξετάσεις κάτι δείχνουν…». Το κύριο πρόβλημα της μαστογραφίας είναι η ασάφεια και τα ψευδώς θετικά ευρήματα, που είναι πολύ πιο έντονα σε νεαρές ηλικίες (ιδίως τη δεκαετία 40-50 ετών). Αυτά οδηγούν ένα μεγάλο αριθμό γυναικών σε πρόσθετες εξετάσεις έως και σε χειρουργικές επεμβάσεις, χωρίς τελικά να αποδειχθεί η ύπαρξη καρκίνου. Αυτή, όμως, η διαδικασία προκαλεί στις γυναίκες άσκοπη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία.
Ένα πρόσθετο πρόβλημα της μαστογραφίας είναι ότι ανακαλύπτει τους μη διηθητικούς καρκίνους, καθώς με τις νέες τεχνικές που έχουν ευρέως διαδοθεί έχει βελτιωθεί η ικανότητα να διαπιστώνει την ύπαρξη των μικροαποτιτανώσεων, οι οποίες συχνά αποτελούν το μόνο εύρημα αυτής της μορφής καρκίνων.
Όμως, ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς τους αρχικής και αθώας μορφής καρκίνους δεν επρόκειτο στη συνέχεια να μετατραπεί σε πιο επιθετική, διηθητική, μορφή η οποία και θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της γυναίκας.
Επειδή δεν μπορούν να αναγνωριστούν αυτές οι καλής πορείας αλλοιώσεις από αυτές που θα εξελιχθούν σε διηθητικούς καρκίνους, όλες οι γυναίκες με τέτοια ύποπτα μαστογραφικά ευρήματα υποβάλλονται σε θεραπεία ( χειρουργική αφαίρεση και ακτινοθεραπεία).
Έτσι ένα ποσοστό γυναικών με αυτή τη διάγνωση θα υποβληθεί σε υπερβολική θεραπεία.
9.«Θα κάνω για πρόληψη τεστ Παπανικολάου ( pap-test) αλλά στον μαστό. Είναι ό,τι πιο σύγχρονο και ακριβές ως μέσο πρόληψης». Το τεστ Παπανικολάου είναι η εξέταση των κυττάρων (κυτταρολογική εξέταση) του τραχήλου της μήτρας που λαμβάνονται με το ειδικό βουρτσάκι. Μελετώντας τα κύτταρα μπορεί να φανεί αν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση τους από το φυσιολογικό (κάποια ατυπία) που σταδιακά θα τα οδηγήσει να μεταμορφωθούν σε καρκινικά. Το τεστ Παπ δίνει τη δυνατότητα της παρέμβασης πριν γίνει ο καρκίνος. Είναι μία πραγματικά προληπτική εξέταση.
Η μαστογραφία, από την άλλη, δεν δείχνει την προκαρκινική αλλοίωση ή αλλοιώσεις, αλλά μόνο το αν υπάρχει ή όχι καρκίνος
(που να μπορεί να τον απεικονίσει). Είναι καταφανής η υπεροχή της μεθόδου που ανακάλυψε ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανικολάου.
Από το εσωτερικό του μαστού δεν μπορούμε να πάρουμε κύτταρα προς εξέταση. Καθώς όμως ο μαζικός αδένας έχει πόρους που επικοινωνούν με όλο το μαστό, η σκέψη να τους «ξεπλύνουμε» και να πάρουμε υγρό που θα περιέχει κύτταρα από παντού και τα οποία να μπορούμε να τα αξιολογήσουμε όπως στο τεστ Παπ, ήταν θελκτική. Όμως μετά από σχετικές μελέτες φάνηκε ότι καρκινικά κύτταρα δεν υπήρχαν στο συλλεχθέν υγρό παρότι υπήρχε καρκίνος στον μαστό και ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι ο όγκος έκλεινε τον ή τους πόρους και έτσι δεν μπορούσαν να «ξεπλυθούν» από εκεί κύτταρα. Έτσι η μέθοδος δεν δικαίωσε τις προσδοκίες της.
Στη συνέχεια έγιναν προσπάθειες εντοπισμού άτυπων κυττάρων, όπως και στο κλασικό τεστ Παπ , μόνο που και σ’ αυτή την περίπτωση η κυτταρολογική ατυπία δεν συνδέεται τόσο έντονα με την καρκινική εξαλλαγή , όσο αυτή που διαπιστώνει το τεστ Παπ από τα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας. Πέρα απ’ αυτό ακόμα και αν αξιολογηθεί η ατυπία, προκύπτει το ερώτημα τι θα πρέπει να γίνει.
Η απάντηση για πιο στενή παρακολούθηση της γυναίκας, θα οδηγήσει την πλειοψηφία αυτών των γυναικών να ζουν αδίκως με το άγχος πιθανής εμφάνισης της νόσου, ενώ η συχνότερη εξέταση (παρακολούθηση) από τη συνήθη δεν προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα. Επομένως, το τεστ Παπ τεστ στο μαστό είναι μία ανοικτή δυνατότητα για περαιτέρω μελέτη (ιδιαίτερα με παρακολούθηση βιοδεικτών) που ίσως να μπορέσει στο μέλλον να φανεί χρήσιμο.
10. «Δεν θέλω να κάνω παρακέντηση. Μου είπαν ότι δεν πρέπει να το πειράξω αν είναι κακό».Υπάρχει μία αρκετά διαδεδομένη αρνητική αντίληψη για την παρακέντηση μίας βλάβης στο μαστό. Εκτός από τον φόβο του πόνου ( που είναι αδικαιολόγητος, γιατί η παρακέντηση στο μαστό δεν πονά), μεγαλύτερος φαίνεται να είναι ο φόβος ότι με αυτό τον τρόπο θα διασπαρθούν τα κύτταρα του όγκου στον οργανισμό.
Σ’ ένα μικρό ποσοστό υπάρχουν ακόμα γιατροί που φαίνεται να ισχυρίζονται ή να αναφέρουν κάτι τέτοιο.
Αυτή είναι μία τελείως λανθασμένη αντίληψη. Η παρακέντηση με λεπτή βελόνα (για κυτταρολογική εξέταση), αλλά και εκείνη με χοντρή βελόνα (για ιστολογική εξέταση) είναι το τρίτο διαγνωστικό μέσο που πρέπει να συμπληρώνει την κλινική εξέταση και την απεικόνιση (τριπλό τεστ).
Με την κατάλληλη τεχνική, που την κατέχουν τόσο οι κυτταρολόγοι, όσο και οι χειρουργοί, μπορεί με το τριπλό τεστ να τεθεί η διάγνωση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και έτσι να σχεδιαστεί σωστά η θεραπευτική αγωγή, αλλά και να προετοιμαστεί κατάλληλα η ασθενής.
Οι δε επιπλοκές από αυτές τις παρεμβάσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες και μικρής έκτασης, ενώ η ανυπαρξία κινδύνων διασποράς έχει διαπιστωθεί επιστημονικά εδώ και περισσότερο από 60 χρόνια.
Σήμερα δε με τις δυνατότητες της καθοδηγούμενης απεικονιστικά παρακέντησης ή βιοψίας μπορούν να αποφευχθούν πολλές χειρουργικές επεμβάσεις και αυτό είναι προς όφελος των ασθενών και των ασφαλιστικών ταμείων.
πηγή.cancer-society.gr
7x5pjg85n8|0000ABC871B5|winnersNew|articles|soma|D5F9F9F5-11C0-41A3-A8B2-A211E4C3479D
mx7taf5gqm|00008E9992D3|winnersNew|articles|soma|3A7A63F8-82F3-4EDF-8A81-B2542A7263D8